- βάμμα
- Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν αμμωνία. Ανάλογα με τη σύνθεσή τους, τα β. διακρίνονται σε απλά και σε σύνθετα. Τα απλά παρασκευάζονται από μία μόνο φαρμακευτική ουσία φυτικής, ζωικής ή ορυκτής προέλευσης (π.χ. β. ιωδίου), ενώ τα σύνθετα από πολλές τέτοιες ουσίες (π.χ. το παρηγορητικό ελιξίριο, το λάβδανο κ.ά.). Τα β. διατηρούνται εύκολα και χρησιμοποιούνται είτε με τη μορφή σταγόνων είτε ύστερα από ενσωμάτωση με άλλες φαρμακευτικές ουσίες (π.χ. σιρόπια).
* * *το (AM βάμμα) [βάπτω]χρωστική ουσία, βαφήμσν.- νεοελλ.βαμμένη τούφα από μαλλίνεοελλ.διάλυμα ουσίας σε αιθυλική αλκοόλη ή σε μίγματα αιθυλικής αλκοόλης και νερού, και αιθυλικής αλκοόλης και αιθέραμσν.χρωματισμός, χρώμααρχ.1. το υγρό παρασκεύασμα μέσα στο οποίο βάφεται κάτι, η βαφή2. είδος σάλτσας3. η ούγια του υφάσματος.
Dictionary of Greek. 2013.